βλαπτικός

βλαπτικός
-ή, -ό
ο βλαβερός: Οι έτοιμες τροφές περιέχουν πολλές βλαπτικές ουσίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλαπτικός — hurtful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικός — ή, ό (AM βλαπτικός, ή, όν) [βλάπτω] βλαβερός …   Dictionary of Greek

  • βλαπτικά — βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc pl βλαπτικά̱ , βλαπτικός hurtful fem nom/voc/acc dual βλαπτικά̱ , βλαπτικός hurtful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικῶν — βλαπτικός hurtful fem gen pl βλαπτικός hurtful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικόν — βλαπτικός hurtful masc acc sg βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικώτατα — βλαπτικός hurtful adverbial superl βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικώτατον — βλαπτικός hurtful masc acc superl sg βλαπτικός hurtful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικαῖς — βλαπτικός hurtful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικαί — βλαπτικός hurtful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαπτικοῖς — βλαπτικός hurtful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”